- μοναμπυκια
- μοναμπυκίαμον-αμπῠκίαἥ одноконная запряжка Pind.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μοναμπυκία — μοναμπυκία, ἡ (Α) [μονάμπυξ] μονάμπυξ* … Dictionary of Greek
μοναμπυκίᾳ — μοναμπυκίαι , μοναμπυκία fem nom/voc pl μοναμπυκίᾱͅ , μοναμπυκία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναμπυκίας — μοναμπυκίᾱς , μοναμπυκία fem acc pl μοναμπυκίᾱς , μοναμπυκία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)